εἵνεκεν

εἵνεκεν
ради

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εἵνεκεν" в других словарях:

  • εἵνεκεν — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • Anawim — Les Anawim sont les pauvres de Dieu . En hébreu, le singulier Anawah est utilisé par les prophètes (Sophonie, Amos), dans les Psaumes et par Marie dans le Magnificat : les pauvres de Dieu, c est à dire les « courbés », les petits,… …   Wikipédia en Français

  • AEGLETES — Apollinis cognomen, quô nomine celebrabatur in Anaphe insul. quae Sporadum una. Apollon. Argonautican l. 4. ὅτ᾿ Α᾿πόλλωνα θυηλαῖς Αἰγλήτην Α᾿ναφῆς τιμήορον ἱλάτκονται. Nominis rationem antea indicavit his verbis v. 1714. Αἰγλήτην μεν ἐυοκόπου… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BALNEATOR — qui balneum succendit ac calefacit, Lampridio in Commodo, c. 1. Quum tepidius forte lotus esset, balneatorem in fornacem conici iussit: quando a paedagogo, cui hoc iussum fuerat, vervecina pellis in fornace consumpta est, ut fidem poenae de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DACI — pop. erant Transrhenani, Danubio fluv. et Anartibus, silvaeque Hercyniae finitimi, quos olim Hungariae partem habitasse plerique tradunt, et post in maritima loca Norvegiae proxime cessisse. Lucan. l. 2. v. 53. Hinc Dacus, premat inde Getes. Stat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • INSCRIPTI — in illo poêtae Mart. l. 8. Eprgr. 75. cuius Epigraphe de Gallo lingono v. 9. Quattuor inscripti portabant vile cadaver. Servi sunt ςιγματίαι, notis s. literis inusti, quod e fuga retractis fieri solebat, more antiquissimo cuius iam Phocylides… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»